- ἀσωματίᾳ
- ἀσωματίᾱͅ , ἀσωματίαincorporealityfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασωματία — ἀσωματία, η (AM) το να είναι κάποιος ασώματος, άσαρκος … Dictionary of Greek
ἀσωματίας — ἀσωματίᾱς , ἀσωματία incorporeality fem acc pl ἀσωματίᾱς , ἀσωματία incorporeality fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσωματίαν — ἀσωματίᾱν , ἀσωματία incorporeality fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)